18 Μαρτίου 2009

Το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε!!!

Ντοκυμαντέρ με τίτλο "Ο κόσμος κατά την Μονσάντο" που προβλήθηκε από την ΕΤ1.
Με ελληνικούς υπότιτλους.
------------------------------------------------------------------------------------------
http://www.epanellinismos.com/index.php?option=com_fireboard&func=view&id=10961&catid=97#10961
1/10

http://www.youtube.com/watch?v=salkwpLm4hw

2/10

http://www.youtube.com/watch?v=-yX5HN3sopg
-----------------------------------------------
η συνέχεια προσεχώς...
-----------------------------------------------
Κωδική ονομασία "Αρχή του Τέλους",
με δηλητήριο ποτισμένους αγγέλους,
σκορπισμένους - ναι - κι ο νόμος της σιωπής
ενάντια στη φύση και στους δαίμονες της γης.
Γενετικά μεταλλαγμένα, παράσιτα, πειράματα,
ορμόνες, διοξίνες, φυτοφάρμακα,
λιπάσματα, μυριάδες δικαιολογίες και ψέμματα,
βρώμικα χέρια και δύστροπα πνεύματα.
Βιάζεται ο θάνατος, τώρα μετράει σε στρέμματα,
μας φτιάχνει τέλος σε τέσσερα γεύματα
κι αν θες ν' αρχίσεις υπάρχουν σπόροι μιας χρήσης,
πατέντα ο δρόμος της εύκολης λύσης.
Μπολιάσανε λόφους και το νερό τώρα στο διάβα του,
στέλνει παντού τη διάφανη κι άρρωστη λάβα του.
Φώναξε, κάψε βγες από τη φωλιά,
δεν είναι ηλίθιε ο Τζακ κι η Φασολιά.
Είναι η γ.... Monsanto κι η Sygenta
που κατοχυρώνουν πρώτοι της ζωής την πατέντα.
Γι'αυτό αν φυτεύεις δηλητήρια στα σπλάχνα της γης,
όταν έρθει ο καιρός, μαζί τους θα καείς.

Κάψτε τα μολυσμένα χωράφια της Monsanto και της Sygenta.
Κάψτε τα βρώμικα τα σινάφια και κάθε μεταλλαγμένη πατέντα.
Αλλιώς σκάψτε, συνένοχοι, σκάψτε και θαφτείτε στα εντόσθια της γης
και ψάξτε να βρείτε σκουλήκια, ψάξτε, για να πάρετε ένα μάθημα ηθικής.
.
Δουλοπρεπείς πολιτικοί, ανήθικοι, μεταλλαγμένοι
σιγοντάρουν και υπογράφουνε οι γερασμένοι.
Πυροβολούν στο σκοτάδι κι εσένα ο νους σου πάει αλλού,
πάντα θα λες "αυτοί που ξέρουν, είναι ανθρώποι του καλού".
Ενώ αυτοί ήδη τρέφονται με υπολείμματα ανθρώπου
και ονειρεύονται την ύπαρξη ενός καινούριου τόπου
με τετράγωνα δέντρα κι ανοιχτόχρωμα ψάρια στα ποτάμια
και με ζώα που γεννιούνται σα σαλάμια·
με σόγια, βαμβάκι και σιτάρι που κανείς δε θερίζει,
μ' άφθονο γάλα, ψωμί και το χρυσό πλούσιο ρύζι,
ντομάτες με γονίδια σολωμού για το κρύο
κοτόπουλα φτηνά με πόδια εικοσιδύο.
Δικαιολογία πρώτη, θα σταματήσει η πείνα
φτάνει να κλέψουμε το αυγό από τη χήνα
μ' οποιοδήποτε κόστος κι ανταλλάγματα
στους φτωχούς και αστοιχείωτους θα μοιάζουν πάντα θαύματα.
Γι' αυτό φωνάξτε εσείς οι χορτασμένοι,
οι λίαν προσεχώς μεταλλαγμένοι.
Κάψτε τα προϊόντα τους πάνω στα ράφια
κι όλα της Monsanto τα μολυσμένα χωράφια.


Active Member
----------------------------------------------------------------

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ 480 π.Χ. ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ και "ο Τάφος του Λεωνίδα" στην Σπάρτη.

http://www.epanellinismos.com/index.php?option=com_fireboard&func=view&id=10949&catid=99#10949

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ 480 π.Χ. ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ και "ο Τάφος του Λεωνίδα" στην Σπάρτη.


Ο "Τάφος του Λεωνίδα"στην Σπάρτη
έτσι χαρακτηρίζονται τα ερείπια ενός κτίσματος, που στην πραγματικότητα ανήκουν σε κάποιο μικρό ναό. Ο πραγματικός τάφος του λέγεται ότι βρισκόταν κοντά στην ακρόπολη, απέναντι από το θέατρο. Στη νότια πύλη του τείχους σώζονται ερείπια στοάς των ρωμαϊκών χρόνων, ενώ προς τα Δ ερείπια βυζαντινού τείχους. Από την ίδια την ακρόπολη ελάχιστα ίχνη σώζονται, γιατί οι πέτρες της χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο του τείχους.
«Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες. Πότε από το χρέος μη κινούντες, δίκαιοι κ' ίσοι, σ' όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία, γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι κι όταν είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες, όσο μπορούνε΄ πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδωμένους. Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, και οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε…». (Κωνσταντίνος Καβάφης )
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ 480 π.Χ. ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
Πατέρας του Λεωνίδα ήταν ο Αναξανδρίδης. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Λεωνίδας ήταν παιδί μιας παράδοξης σχέσης: σφόδρα ερωτευμένος με την κόρη της αδελφής του, ο Αναξανδρίδης αψήφησε την αντίληψη των Σπαρτιατών ότι ο έρωτας σήμαινε αδυναμία και ακολούθησε τον δρόμο της καρδιάς του. Οι έφοροι (αιρετό πενταμελές διοικητικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης, με ετήσια θητεία) βέβαια απαιτούσαν διαδόχους από τους βασιλείς. Η γυναίκα του Αναξανδρίδη δεν είχε κατορθώσει να του δώσει παιδιά, οπότε κατ' εξαίρεση του σπαρτιατικού νόμου που απαγόρευε τη διγαμία ο Αναξανδρίδης πήρε δεύτερη γυναίκα χωρίς να χωρίσει την πρώτη και μαζί της απέκτησε τον κατοπινό βασιλιά Κλεομένη Α'. Τελικά όμως απέκτησε παιδιά και από την πρώτη του γυναίκα, τον Δωριέα, τον Λεωνίδα και τον Κλεόμβροτο.
Οι έφοροι προώθησαν στη βασιλεία τον Κλεομένη Α'. Ο Δωριέας εγκατέλειψε νωρίς τη Σπάρτη και έχασε τη ζωή του στη Νότια Ιταλία. Οταν ο Κλεομένης ήρθε σε ρήξη με τους εφόρους εκείνοι προώθησαν στον θρόνο τον Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας ενθρονίστηκε μετά τη θανάτωση του Κλεομένη, το 488 π.Χ. (οι έφοροι υποστήριξαν ότι επρόκειτο για αυτοκτονία) και αμέσως βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα λόγω των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων.
Την άνοιξη του 480 π.Χ. έφτασε η είδηση ότι ο Ξέρξης είχε ξεκινήσει την κάθοδό του από τη Μακεδονία στην Ελλάδα. Οι Ελληνες δεν έστειλαν τον στρατό τους στις Θερμοπύλες, παρά μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι ο Ξέρξης είχε φθάσει στον Θερμαϊκό Κόλπο, περίπου στο τέλος του Ιουνίου. Το πεζικό και ο στόλος είχαν σπαρτιάτες αρχηγούς, ο στόλος τον Ευρυβιάδη και το πεζικό τον βασιλιά Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας έφερε μαζί του ελάχιστη δύναμη, 300 επίλεκτους Σπαρτιάτες, 500 οπλίτες από την Τεγέα, 500 Μαντινείς, 120 Αρκάδες Ορχομενίους και 1.700 περίπου λοιπούς πολεμιστές. Συνολικά ο ελληνικός στρατός στις Θερμοπύλες αριθμούσε 6.000 οπλίτες. Αριθμός μικρός, τουλάχιστον σε σύγκριση με τη μάχη του Μαραθώνα, όπου οι Αθηναίοι είχαν παρατάξει απέναντι στους Πέρσες 10.000 περίπου οπλίτες.
Ο Λεωνίδας, εύστροφος στρατηγός, προέβλεψε αμέσως την πανωλεθρία που θα ακολουθούσε, όχι μόνο λόγω του μικρού αριθμού του στρατού, αλλά κυρίως λόγω του φαραγγιού του Ασωπού, το οποίο, παρ' όλο που ανέλαβαν οι Φωκείς να υπερασπιστούν, μπορούσε εύκολα να καταληφθεί από τον εχθρό.
Ο Λεωνίδας έσπευσε να ζητήσει βοήθεια. Η βοήθεια που ήρθε όμως δεν ήταν αρκετή. Η στρατηγική της επιλογής του φαραγγιού του Ασωπού αποδείχθηκε ολέθρια. Οι Πέρσες μπήκαν στη χαράδρα τη νύχτα της δεύτερης ημέρας και κατέλαβαν το πέρασμα. Η άμυνα των Θερμοπυλών ήταν αδύνατον να παραταθεί.
Οταν ο Ξέρξης έστειλε αγγελιοφόρους και ζήτησε από τους Ελληνες να καταθέσουν τα όπλα τους, ο Λεωνίδας απάντησε με το περίφημο «μολών λαβέ», δηλαδή «έλα να τα πάρεις».
Τότε φάνηκε ο ηρωισμός του σπαρτιάτη αρχηγού. Ο Λεωνίδας αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση της μάχης. Εδιωξε όλους τους συμμάχους και παρέμεινε στις Θερμοπύλες με 300 Σπαρτιάτες. Πολλοί είπαν ότι ο λόγος που παρέμεινε εκεί δεν ήταν τόσο η προσωπική του αυταπάρνηση αλλά ο νόμος της πατρίδας του, που του απαγόρευε την εγκατάλειψη της θέσης της μάχης (μολονότι ο Ευρυβιάδης, ο σπαρτιάτης αρχηγός του στόλου, είχε εγκαταλείψει τη θέση του προ πολλού).
Την τρίτη ημέρα της μάχης οι Πέρσες αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες μαχητές. Ο Λεωνίδας όρμησε πρώτος στον πλατύ χώρο έξω από το στενό. Στην τελευταία του αυτή μάχη λέγεται ότι σκότωσε πολλούς Πέρσες προτού σκοτωθεί. Οι άνδρες του περικύκλωσαν το σώμα του για να το προφυλάξουν από τον εχθρό. Οι Πέρσες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να πάρουν το σώμα του σπαρτιάτη βασιλιά για τρόπαιο. Σε αυτή τη φάση της μάχης έχασαν τη ζωή τους και οι δύο αδελφοί του Ξέρξη. Οι Ελληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μαζί με τον νεκρό τους βασιλιά έξω από το στενό. Οπως διηγείται ο Ηρόδοτος, οι Ελληνες αμύνονταν «μαχαίρησι, τοίσι αυτών ετύγχανον έτι περιέουσαι και χερσί και στόμασι» («με τα μαχαίρια που μερικοί έτυχε να έχουν, με τα χέρια και τα στόματά τους»).
Ξέρξης Α' (522; π.Χ. - 465 π.Χ.)
Ο Ξέρξης Α', βασιλιάς των Περσών, γεννήθηκε το 522 π.Χ., περίπου, και ήταν γιος του Δαρείου Α' και της δεύτερης συζύγου του, Ατοσσας, κόρης του Κύρου του Μεγάλου. Το όνομά του είναι ο εξελληνισμένος τύπος του αρχαίου περσικού Κσαγιαρσά (ή Χσαγιάρ), που σημαίνει «κυρίαρχος ανθρώπων» ή «βασιλιάς». Πριν από την άνοδό του στον θρόνο, το 486 π.Χ., χρημάτισε επί 12 χρόνια διοικητής της Βαβυλώνας, αποκτώντας έτσι μεγάλη πείρα σε θέματα διακυβέρνησης. Ο Δαρείος τον όρισε διάδοχό του, με τη μεσολάβηση της φιλόδοξης μητέρας του, παραμερίζοντας από τον θρόνο τους μεγαλύτερους ετεροθαλείς αδελφούς του. Καθώς στο πρόσωπο του Ξέρξη ενώνονταν οι δύο βασιλικοί κλάδοι των Αχαιμενιδών, ο Δαρείος προφανώς θεώρησε ότι ο Ξέρξης μπορούσε να αποτελέσει εγγύηση για την ομαλή διαδοχή και τη συνέχιση της δυναστείας.
Μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, ο Ξέρξης αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 484 π.Χ. κατά των επαναστατημένων σατραπειών της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας προκειμένου να καταπνίξει τις αποσχιστικές φιλοδοξίες των εκεί σατραπών, εν τη γενέσει τους. Η καταστολή ήταν άγρια: ανέσκαψε και λεηλάτησε το Δέλτα του Νείλου και κατόπιν ισοπέδωσε τα τείχη της Βαβυλώνας και οδήγησε το σύνολο του πληθυσμού της στην αιχμαλωσία. Τότε ήταν που εγκατέλειψε τους τίτλους του βασιλιά της Βαβυλώνας και της Αιγύπτου (τίτλοι τους οποίους έφεραν οι προκάτοχοί του στον θρόνο), και αυτοανακηρύχθηκε απλώς «βασιλιάς των Περσών και των Μήδων».
Οι νίκες αυτές ανέβασαν το γόητρο του Μεγάλου Βασιλιά, ενισχύοντας παράλληλα τις φιλοπόλεμες φατρίες μέσα στα ανάκτορα. Με πρωτεργάτη τον εξάδελφο και γυναικαδελφό του, στρατηγό Μαρδόνιο, ο οποίος είχε για υποστηρικτές του μια ομάδα εξόριστων Ελλήνων, όπως ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος, η φιλοπόλεμη παράταξη κατόρθωσε να πείσει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων. Οι λόγοι της απόφασης του πέρση ηγεμόνα οπωσδήποτε δεν ήταν οικονομικοί, αφού η Ελλάδα δεν βρισκόταν ακόμη τότε στην περίοδο της ακμής της. Ισως να ήταν απλά η επίδειξη βασιλικού απολυταρχισμού αλλά και η επιθυμία του Ξέρξη να ξεπλύνει την ταπείνωση που είχε υποστεί η Περσία από τους Ελληνες με την ήττα της στον Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Ο Ξέρξης, όπως αναφέρουν ερευνητές, δεν ήταν ούτε ανόητος ούτε άφρων, ωστόσο δεν έπαυε να είναι ένας μονάρχης ελέω θεού, για τον οποίο η αντίσταση και μόνο σήμαινε ιεροσυλία.
Για την πραγματοποίηση της εκστρατείας ο Ξέρξης εργάστηκε μεθοδικά τρία χρόνια (484-481 π.Χ.), συγκεντρώνοντας τεράστιες δυνάμεις από όλη την αυτοκρατορία και εκτελώντας απαραίτητα έργα υποδομής για τη μεταφορά και τον συνεχή ανεφοδιασμό του στρατού και του στόλου. Επικεφαλής των στρατευμάτων του ξεκίνησε από τις Σάρδεις την άνοιξη του 480 π.Χ. και προχώρησε νικηφόρα ως την Αθήνα, την οποία λεηλάτησε τον Σεπτέμβριο, έχοντας προηγουμένως επιτύχει να περάσει το εμπόδιο των Θερμοπυλών, στα μέσα Αυγούστου.
Υστερα όμως από την πανωλεθρία του στόλου του, από τον στόλο των Ελλήνων, στο στενό της Σαλαμίνας στα τέλη Σεπτεμβρίου, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ασία, αφήνοντας στη Θεσσαλία τον Μαρδόνιο. Μετά την ήττα και τον θάνατο του τελευταίου στη μάχη των Πλαταιών (τέλη Αυγούστου 479 π.Χ.), την πανωλεθρία της Μυκάλης (479 π.Χ.) και την συνακόλουθη κυριαρχία των Ελλήνων στο Αιγαίο, ο Ξέρξης, πικραμένος από την οικτρή αποτυχία της εκστρατείας, σταμάτησε να ασχολείται ενεργά με τα ελληνικά πράγματα.
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε σε ειρηνικά έργα, χτίζοντας μεγαλοπρεπή οικοδομήματα στα Σούσα και στην πρωτεύουσα Περσέπολη. Χάρη στις ανασκαφές της τελευταίας διακρίνονται σήμερα οι οικοδομικές προσθήκες του Ξέρξη: η ολοκλήρωση του ανακτόρου του πατέρα του, η ανέγερση του δικού του ανακτόρου, μιας μεγάλης υπόστυλης αίθουσας με έξι σειρές κιόνων, καθώς και του θησαυροφυλακίου της Αίθουσας των Εκατό Κιόνων ή Αίθουσας του Θρόνου.
Λίγα είναι γνωστά για τα τελευταία χρόνια της ζωής τού Ξέρξη. Λέγεται ότι έχοντας χάσει τις πνευματικές του δυνάμεις απομονώθηκε στον εαυτό του και αφέθηκε να παρασυρθεί σε ραδιουργίες των παρασκηνίων της αυλής, όντας υποχείριο της γυναίκας του. Η κακοδιοίκηση του κράτους προκάλεσε την επανάσταση του αδελφού του, τη διάλυση της βασιλικής οικογένειας και τη δολοφονία πολλών μελών της, κατ' απαίτηση της βασίλισσας. Τελικά, το 465 π.Χ. έπεσε και ο ίδιος, μαζί με τον μεγαλύτερο γιο και διάδοχό του, θύμα δολοφονικής επίθεσης από τον διοικητή της προσωπικής του φρουράς, Αρτάβανο. Ο τάφος του Ξέρξη βρίσκεται λαξεμένος σε ένα μεγαλειώδες σύμπλεγμα βράχων, στο Νακς-ε-Ρουστάμ, τη νεκρόπολη των Αχαιμενιδών, 7 χιλιόμετρα δυτικά της Περσέπολης, κοντά στον τάφο του πατέρα του Δαρείου Α'.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=150112&ct=83
http://www.livepedia.gr/index.php/%CE%A3%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη εσύ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
μη λησμονάτε τη χώρα μου
Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτώνεμα
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ' αίματα

Μίκης Θεοδωράκης - Οδυσσέας Ελύτης (Το Άξιον Εστί)

Η γενιά για την οποία είχε προφητεύσει ο Χριστός ότι θα έβλεπε το τέλος τής Ιερουσαλήμ και ο Ιώσηπος


Φωτογραφία τής Αψίδας τού Θριάμβου τού Τίτου στη Ρώμη: Ένα ιστορικό μνημείο που θα θυμίζει πάντα την εκπλήρωση τής προφητείας τού Χριστού και πιστοποιεί ο Ιώσηπος.
Ο Ιωσήφ μπεν Ματθίας, ή Ιώσηπος (Josephus Flavius 37 ως μετά το 100 μ.Χ.), γεννήθηκε λίγο μετά το θάνατο του Χριστού, τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καλιγούλα. Γι’ αυτόν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, αφού φρόντισε ο ίδιος να γράψει την αυτοβιογραφία του. Ο πατέρας του Ιώσηπου ανήκε σε ιερατική οικογένεια. Η μητέρα του, ήταν απόγονος του Ασμοναίου αρχιερέα Ιωνάθαν. Μετά από πολλούς αγώνες οι Μακκαβαίοι / Ασμοναίοι κατόρθωσαν να δώσουν στους Ιουδαίους την ανεξαρτησία τους. Η οικογένειά τους κυβέρνησε την Ιουδαία μέχρι την εποχή που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Ωστόσο όλα αυτά τα χρόνια ο εξελληνισμός των Ιουδαίων συνεχίστηκε. Γι' αυτό εξακολουθούσαν και οι διαμάχες ανάμεσα στους εξελληνισμένους Ιουδαίους και τους «ευσεβείς». Οι πρώτοι έφταναν, όπως είδαμε, στο σημείο να απορρίπτουν τις πατρογονικές τους παραδόσεις. Αντίθετα οι δεύτεροι πίστευαν ότι έπρεπε να μένουν πιστοί αποκλειστικά στη δική τους παράδοση και αρνούνταν οτιδήποτε ξένο. Εφάρμοζαν αυστηρά όχι μόνο το Νόμο αλλά και τις ερμηνείες των Γραμματέων. Ο απλός λαός βρισκόταν σε σύγχυση και δεν ήξερε πια ποιον να εμπιστευτεί. Με το πέρασμα των χρόνων η σύγχυση ολοένα και μεγάλωνε. Ο Ιώσηπος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και αφηγητής της εκπλήρωσης της προφητείας του Χριστού για την πτώση της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. Υπήρξε στρατιωτικός διοικητής, διπλωμάτης, Φαρισαίος και λόγιος.
Στη διάρκεια της εφηβείας του, ο Ιώσηπος ήταν ένθερμος μελετητής του Μωσαϊκού Νόμου. Ανέλυσε τρεις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού, τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους Εσσαίους. Αποφάσισε να ζήσει τρία χρόνια κοντά σε έναν ερημίτη που ονομαζόταν Βάννος, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήταν Εσσαίος. Όμως σε ηλικία 19 χρονών, ο Ιώσηπος επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και προσχώρησε στους Φαρισαίους.
Ο Ιώσηπος στη Ρώμη και στον πόλεμο
Ο Ιώσηπος πήγε στη Ρώμη το 64 μ.Χ. προκειμένου να μεσολαβήσει για μερικούς Ιουδαίους ιερείς τους οποίους ο ανθύπατος Φήλιξ της Ιουδαίας είχε στείλει στον Αυτοκράτορα Νέρωνα για να τους δικάσει. Ο Ιώσηπος ναυάγησε στη διάρκεια του ταξιδιού και μόλις και μετά βίας γλίτωσε το θάνατο. Διασώθηκαν μόνο 80 από τους 600 επιβάτες που ήταν στο πλοίο.
Στη διάρκεια της επίσκεψης του Ιώσηπου στη Ρώμη, ένας Ιουδαίος ηθοποιός τον σύστησε στη σύζυγο του Νέρωνα, την αυτοκράτειρα Ποππαία. Εκείνη έπαιξε βασικό ρόλο στην επιτυχία της αποστολής του. Το μεγαλείο της τον εντυπωσίασε.
Όταν ο Ιώσηπος επέστρεψε στην Ιουδαία, η ιδέα της εξέγερσης εναντίον της Ρώμης είχε ριζώσει στο μυαλό των Ιουδαίων. Αυτός προσπάθησε να καταδείξει στους συμπατριώτες του τη ματαιότητα του πολέμου εναντίον της Ρώμης. Καθώς δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει και πιθανώς επειδή φοβόταν ότι θα τον θεωρούσαν προδότη, δέχτηκε τη θέση του διοικητή των ιουδαϊκών στρατευμάτων στη Γαλιλαία. Ο Ιώσηπος συγκέντρωσε και εκπαίδευσε τους άντρες του και εξασφάλισε προμήθειες προετοιμαζόμενος για τη μάχη εναντίον των ρωμαϊκών δυνάμεων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Γαλιλαία έπεσε από το στρατό του Βεσπασιανού. Μετά την πολιορκία που διήρκεσε 47 μέρες, το φρούριο του Ιώσηπου στα Ιωτάπατα καταλήφτηκε.
Όταν ο Ιώσηπος παραδόθηκε, με διορατικότητα πρόβλεψε ότι ο Βεσπασιανός σύντομα θα γινόταν αυτοκράτορας. Φυλακίστηκε αλλά γλίτωσε την τιμωρία λόγω της πρόβλεψης του, και αφέθηκε ελεύθερος όταν αυτή επαληθεύτηκε. Αυτό αποτέλεσεε σημείο στροφής στη ζωή του. Για το υπόλοιπo του πολέμου, υπηρέτησε τους Ρωμαίους ως διερμηνέας και μεσολαβητής. Σε ένδειξη της προ­στασίας που του παρείχαν ο Βεσπασιανός και οι γιοι του, Τίτος και Δομιτιανός, ο Ιώσηπος πρόσθεσε το οικογενειακό όνομα Φλάβιος στο δικό του.
Μετά τον πόλεμο, ο Ιώσηπος πήγε στη Ρώμη. Απολαμβάνοντας την εύνοια των Φλαβίων, έζησε ως Ρωμαίος πολίτης στο πρώην αρχοντικό του Βεσπασιανού και έλαβε μια αυτοκρατορική σύνταξη μαζί με δώρα από τον Τίτο. Ο Ιώσηπος στη συνέχεια ακολούθησε συγγραφική σταδιοδρομία.
Ο Τίτος του επέτρεψε να πάρει ότι ήθελε απ' την πατρίδα του. Ο Ιώσηπος ζήτησε να πάρει μόνο κάποια βιβλία, και ζήτησε την απελευθέρωση κάποιων αιχμαλώτων μεταξύ των οποίων ήταν και αδελφός του. Πήγε στη Ρώμη μαζί με τον Τίτο, όπου έτυχε μεγάλων περιποιήσεων από τον αυτοκράτορα. Του παραχώρησαν μάλιστα κατοικία να μένει μέσα στα ανάκτορα, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, καθώς και σύνταξη, και του χάρισαν αρκετή γη στην Ιουδαία για ιδιοκτησία του. Να λοιπόν γιατί δεν έγραψε πολλά για τον Μέγα Ναζωραίο και τους Ναζωραίους που συντάραξαν τον κόσμο. Βέβαια κάτι έγραψε για το Χριστό, σχετικά όμως πολύ λίγα, έγραψε επίσης πολύ θετικά και για τον Ιωάννη το Βαφτιστή, και ίσως να τα έγραψε κοντά στο τέλος της ζωής του για να εξιλεωθεί.
Έργα του
Τα βιβλία του Ιώσηπου, πέρα από τις ιστορικές πληροφορίες τους, είναι χρήσιμα και για την τοπογραφία και τη γεωγραφία της Παλαιστίνης. Το αρχαιότερο από τα συγγράμματά του φέρει τον τίτλο Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος. Είναι μία επτάτομη αφήγηση, την οποία έγραψε πιθανόν για να δώσει στους Ιουδαίους μια παραστατική περιγραφή της ανώτερης δύναμης της Ρώμης αποτρέποντας έτσι μελλοντικές επαναστάσεις. Αυτά τα συγγράμματα διερευνούν την ιουδαϊκή ιστορία από την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Αντίοχο τον Επιφανή (το δεύτερο αιώνα π.Χ.) μέχρι τον πόλεμο του 66 μ.Χ. Ως αυτόπτης μάρτυρας, ο Ιώσηπος κατόπιν εξετάζει τον πόλεμο ως το τέλος του με την πτώση της Μασάδα το 73 μ.Χ.
Ένα άλλο έργο του Ιώσηπου ήταν η Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, η ιστορία των Ιουδαίων σε 20 τόμους. Αρχίζοντας από τη Γένεση και τη δημιουργία, προχωρεί και φτάνει ως τον πόλεμο με τη Ρώμη. Ακολουθεί πιστά τη σειρά της Αγιογραφικής αφήγησης, προσθέτοντας παραδοσιακές εξηγήσεις και εξωτερικές παρατηρήσεις.
Ο Ιώσηπος έγραψε μια προσωπική αφήγηση με τίτλο "Βίος". Σε αυτό το έργο επιζητεί να δικαιολογήσει τη στάση του κατά τη διάρκεια του πολέμου και προσπαθεί να μετριάσει τις κατηγορίες που του επέρριψε ο Ιούστος από την Τιβεριάδα. Ένα τέταρτο έργο του, είναι μια δίτομη απολογία με τίτλο "Κατ' Απίωνος" που υπερασπίζεται τους Ιουδαίους από παραποιημένες πληροφορίες.
Υπάρχουν όμως και χαμένα έργα τού Ιώσηπου. Ο Ευσέβιος (όπως παλαιότερα και ο Ωριγένης), μας διασώζει απόσπασμα από χαμένο κείμενο τού Ιώσηπου περί τού Ιακώβου, επισκόπου Ιεροσολύμων, που λέει τα εξής: «ταύτα δε συμβέβηκεν Ιουδαίοις κατ’ εκδίκησιν Ιακώβου του δικαίου, ος ην αδελφός Ιησού του λεγομένου Χριστού, επειδήπερ δικαιότατον αυτόν όντα οι Ιουδαίοι απέκτειναν» (Εκκλ. Ιστ. ΙΙ 23, 20).
Εβραϊκός Κανόνας και Ιουδαϊκή παράδοση
Στο έργο του «Κατ’ Απίωνος», αναφέρει πληροφορίες για τον Εβραϊκό κανόνα, που έχει λιγότερα βιβλία από τον Χριστιανικό και των Γνωστικών. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη διαφορά αυτή, ο Ιώσηπος λέει: «Εμείς δεν έχουμε αναρίθμητο πλήθος βιβλίων ανάμεσα μας, ασύμφωνων και αντιφατικών μεταξύ τους... αλλά μονάχα είκοσι δύο βιβλία (τα ίδια με τον Προτεσταντικό κανόνα με διαφορετικό διαχωρισμό), που περιέχουν τα υπομνήματα όλων των περασμένων εποχών τα οποία δίκαια πιστεύεται ότι είναι θεϊκά».
Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ο Ιώσηπος προσθέτει κάποιες λεπτομέρειες στην αφήγηση της Αγίας Γραφής, από την προφορική Ιουδαϊκή παράδοση. Λέει ότι «ο Ισαάκ ήταν είκοσι πέντε χρονών» όταν ο Αβραάμ τον έδεσε χειροπόδαρα για να τον θυσιάσει. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, αφού βοήθησε στην οικοδόμηση του θυσιαστηρίου, ο Ισαάκ είπε ότι «δεν θα ήταν άξιος να είχε γεννηθεί από την αρχή, αν αρνιόταν την απόφαση του Θεού και του πατέρα του, γι' αυτό, πήγε αμέσως στο θυσιαστήριο για να θυσιαστεί».
Στη Γραφική αφήγηση για την αναχώρηση του Ισραήλ από την αρχαία Αίγυπτο, ο Ιώσηπος προσθέτει τις εξής λεπτομέρειες: «Ο αριθμός εκείνων που τους καταδίωκαν ήταν εξακόσια άρματα, με πενήντα χιλιάδες ιππείς και διακόσιες χιλιάδες στρατιώτες, όλοι οπλισμένοι». Λέει επίσης, ότι «όταν ο Σαμουήλ ήταν δώδεκα χρονών, άρχισε να προφητεύει· και κάποτε ενώ κοιμόταν, ο Θεός τον κάλεσε με το όνομα του».
Άλλα συγγράμματα του Ιώσηπου δίνουν πληροφορίες για τους φόρους, τους νόμους και διάφορα γεγονότα. Κατονομάζει τη Σαλώμη ως τη γυναίκα που χόρεψε στη γιορτή του Ηρώδη και η οποία ζήτησε το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή. (Μάρκος 6: 17-26) Το μεγαλύτερο μέρος των όσων γνωρίζουμε για τη δυναστεία του Ηρώδη έχει καταγραφτεί από τον Ιώσηπο. Ο ίδιος λέει ακόμα ότι, «προκειμένου να κρύβει τη μεγάλη ηλικία του, [ο Ηρώδης] έβαφε τα μαλλιά του μαύρα».
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι μάλλον ο Ιώσηπος ήταν εκείνος που επινόησε τον όρο «Θεοκρατία». Σε σχέση με το ιουδαϊκό έθνος, έγραψε: «Η κυβέρνηση μας . . . μπορεί να ονομαστεί Θεοκρατία, καθώς αποδίδει την εξουσία και τη δύναμη στον Θεό».
Η πολιορκία τής Ιερουσαλήμ το 66 μ.Χ
Ζούσε ακόμα η γενιά για την οποία είχε προφητεύσει ο Χριστός ότι θα έβλεπε το τέλος τής Ιερουσαλήμ και τού ναού της, όταν ξέσπασε η επανάσταση τών Ιουδαίων. Σε τρεις μόνο μήνες από την αρχή τής επανάστασης, πριν από το τέλος του 66 μ.Χ., ο Ρωμαίος έξαρχος της Συρίας, Κέστιος Γάλλος, συγκέντρωσε την δωδέκατη λεγεώνα του Ρωμαϊκού στρατού, μαζί με σημαντικές βοηθητικές δυνάμεις. Η αποστολή τους ήταν να καταστείλουν την εξέγερση και να τιμωρήσουν τους ενόχους.
Αφού κατέστρεψαν τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, οι άντρες του Κέστιου στρατοπέδευσαν γύρω από την περιτειχισμένη πόλη και την πολιόρκησαν. Χρησιμοποιώντας μια τακτική που ονομαζόταν τεστούντο (Χελώνα), οι Ρωμαίοι με επιτυχία ένωναν τις ασπίδες τους κάνοντας τες να μοιάζουν με καβούκι χελώνας για να προστατευτούν από τον εχθρό. Επιβεβαιώνοντας την επιτυχία αυτής της τακτικής, ο Ιώσηπος δηλώνει: «Τα βέλη που τους έριχναν έπεφταν και γλιστρούσαν χωρίς να τους κάνουν κανένα κακό· έτσι οι στρατιώτες υπέσκαψαν το τείχος χωρίς να τραυματιστούν οι ίδιοι, και ετοίμασαν τα πάντα για να βάλουν φωτιά στην πύλη του ναού».
Οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στην πόλη απ' όλες τις πλευρές και μάλιστα στη διάρκεια της γιορτής της σκηνοπηγίας, έφτασαν στο σημείο να υποσκάψουν τα βόρεια οχυρωμένα θεμέλια του ναού.
Ξαφνικά, ο Γάλλος απέσυρε τα στρατεύματα του και, για λόγους που δεν είναι σαφείς, εγκατέλειψε την Ιουδαία. «Αν συνέχιζε για λίγο ακόμη την πολιορκία, θα είχε καταλάβει αμέσως την Πόλη», έγραψε ο αυτόπτης μάρτυρας Ιώσηπος.
«Τότε ήταν που ο Κέστιος... ανακάλεσε τους στρατιώτες του από εκεί… Αποσύρθηκε από την πόλη, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος» γράφει ο Ιώσηπος. Οι Ιουδαίοι ενθουσιασμένοι από τη σκέψη ότι είχαν νικήσει καταδίωξαν τους Ρωμαίους (Ιώσηπος «Πόλεμοι των Ιουδαίων» ΙΙ, ιθ΄ 5-7). Οι επιθέσεις τους ανάγκασαν τους υποχωρούντες Ρωμαίους να εγκαταλείψουν τον όγκο των εφοδιοπομπών τους και τον βαρύ πολιορκητικό εξοπλισμό τους. Οι Ιουδαίοι γεμάτοι χαρά, πεπεισμένοι ότι ο Θεός τους ελευθέρωσε, έκοψαν νομίσματα που έφεραν επιγραφές, «Η Αγία Ιερουσαλήμ».
Απ' ό,τι φαίνεται, οι Ιουδαίοι πίστευαν πως ο Θεός θα ευλογούσε την εξέγερση τους κατά της Ρώμης. Όπως εξηγεί Η Παγκόσμια Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια: "Ο φανατικός ζήλος των Ιουδαίων στο Μεγάλο Πόλεμο εναντίον της Ρώμης (66 - 73 μ.Χ.) ενισχυόταν από την πεποίθηση τους ότι η Μεσσιανική εποχή ήταν πολύ κοντά".
Οι Χριστιανοί όμως περίμεναν ακριβώς μια τέτοια ευκαιρία, ώστε να υπακούσουν την εντολή του Χριστού: «Όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατόπεδα, τότε να ξέρετε ότι πλησίασε η ερήμωσή της. Τότε όσοι είναι στην Ιουδαία ας φεύγουν στα βουνά, και όσοι είναι μέσα της ας αναχωρήσουν, και όσοι είναι στην ύπαιθρο ας μην εισέλθουν σε αυτήν, επειδή αυτές είναι ημέρες εκδίκησης, ώστε να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα». (Λουκάς 21/κα΄ 20-22)
Οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να βγουν από την Ιερουσαλήμ όσο υπήρχαν γύρω στρατεύματα. Επωφελήθηκαν λοιπόν από την αιφνίδια, ανεξήγητη αναχώρηση, και έφυγαν γρήγορα από την πόλη και τη γύρω περιφέρεια της Ιουδαίας, και γλίτωσαν το θάνατο ή την αιχμαλωσία, όταν τα Ρωμαϊκά στρατεύματα επέστρεψαν το 70 μ.Χ. κάτω από τον Στρατηγό Τίτο και κατέστρεψαν την Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με τους πρώτους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, τον Ηγήσιππο, τον Ευσέβιο και τον Επιφάνειο, οι Ιουδαίοι Χριστιανοί κατέφυγαν πέρα από τον Ιορδάνη στην Πέλλα.
Ενώ οι Χριστιανοί ήταν εκτός κινδύνου στην Πέλλα όπου κατέφυγαν, ο Αυτοκράτορας Νέρων διόρισε τον Στρατηγό Βεσπασιανό να συντρίψει την Ιουδαϊκή επανάσταση. Ο Βεσπασιανός βοηθούμενος από τον μεγαλύτερο γιό του, τον Τίτο, εξώρμησε με δύναμη 60.000 ανδρών. Κατεύθυνε τις λεγεώνες του εναντίον των πόλεων της Γαλιλαίας, συναντώντας άγρια αντίσταση. Οι πόλεις κυριεύθηκαν, και έγινε μεγάλη σφαγή.
Τα όσα συνέβησαν στις Ταριχείες και στα Γάμαλα δίνουν μια εικόνα του τι έγινε σε ολόκληρη τη χώρα. Στις Ταριχείες που είναι στην ακτή της Θάλασσης της Γαλιλαίας, πάνω από 6.000 Ιουδαίοι χάθηκαν στη μάχη. Οι επιζώντες κακοποιήθηκαν χωρίς έλεος. Οι «γέροι και οι άχρηστοι» που ανέρχονταν σε 1.200 εκτελέσθηκαν. Πάνω από 30.000 πουλήθηκαν σαν σκλάβοι και 6.000 από τους πιο εύρωστους νέους στάλθηκαν να εργαστούν για τον Νέρωνα σκάπτοντας τον Ισθμό της Κορίνθου. Στα Γάμαλα, όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική για τους Ιουδαίους, πολλοί άνδρες έριχναν τις συζύγους και τα παιδιά τους και πηδούσαν και οι ίδιοι από τα τείχη της πόλεως. Πάνω από 5.000 άτομα χάθηκαν έτσι στις βαθιές τεχνητές χαράδρες που ήταν από κάτω. Άλλα 4.000 άτομα σφάχτηκαν από τους Ρωμαίους.
Στο μεταξύ, στην ίδια την Ιερουσαλήμ, είχε ξεσπάσει εμφύλιος μεταξύ αντιμαχόμενων φατριών, για τον έλεγχο τής εξουσίας. Μια κατάσταση που έμεινε ίδια ως την επιστροφή τών Ρωμαϊκών στρατευμάτων.
Η κατάσταση στην Ιερουσαλήμ
Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, παρά το ότι είχαν φύγει τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ιερουσαλήμ είχαν χειροτερέψει. Οι ίδιοι οι στασιαστές «πολεμούσαν ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ ποδοπατούσαν τα σώματα των νεκρών καθώς αυτά κείτονταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο». Λεηλατούσαν το λαό, σκοτώνοντας για τροφή και πλούτο. Η Ιερουσαλήμ έγινε πεδίο μάχης των αντιμαχομένων Ιουδαϊκών φατριών: των Ζηλωτών και των Μετριοπαθών. Οι Ζηλωτές ανέλαβαν τη διοίκηση του ναού και τον έκαναν φρούριο. Από εκείνη τη βάση, επιδίδονταν σε πράξεις λεηλασίας και αιματοχυσίας.
Οι κραυγές των ταλαιπωρημένων ήταν συνεχείς. Μέσα στην πόλη, αντιμαχόμενες φατρίες προσπαθούσαν να πάρουν τον έλεγχο. Κατέφυγαν σε ακραία μέτρα, και χύθηκε πολύ αίμα. Μερικοί «ήταν τόσο δυστυχισμένοι από τις εσωτερικές τους συμφορές, ώστε εύχονταν να εισβάλουν οι Ρωμαίοι», ελπίζοντας να «γλιτώσουν από τα εσωτερικά δεινά τους», λέει ο Ιώσηπος. Αποκαλεί τους επαναστάτες «ληστές» που ασχολούνταν με την καταστροφή της περιουσίας των πλουσίων και με το φόνο σπουδαίων αντρών (δηλαδή εκείνων για τους οποίους υπήρχαν υποψίες όχι ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους Ρωμαίους).
Αργότερα ο ιερέας Άνανος ξεσήκωσε τους πολίτες εναντίον των Ζηλωτών. Επακολούθησε άγρια μάχη και οι Ζηλωτές τελικά πολιορκήθηκαν στη περιοχή του ναού. Αλλά ο Άνανος δεν ήθελε να ωθήσει τη μάχη μέσα στον ιερό περίβολο και γι’ αυτό διευθέτησε να υπάρχει μια φρουρά από 6.000 άνδρες η οποία να φρουρεί τους πολιορκημένους Ζηλωτές ώστε να μη διαφύγουν.
Οι Ζηλωτές, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, απέστειλαν δύο μηνυτές έξω από την πόλη για να καλέσουν τους Ιδουμαίους να έλθουν σε βοήθειά τους. Σε λίγο μια δύναμη 20.000 Ιδουμαίων κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ. Με την κάλυψη απ’ το σκοτάδι και τη θύελλα, μια ομάδα Ζηλωτών ξέφυγε από τους φρουρούς και άνοιξε τις πύλες στους Ιδουμαίους. Επακολούθησε μεγάλη αιματοχυσία και οι Μετριοπαθείς υπέστησαν πλήρη ήττα. Ο Άνανος θανατώθηκε.
Προβλήματα στη Ρώμη
Ενώ η Ιερουσαλήμ κλονιζόταν από τα αποτελέσματα των εσωτερικών αγώνων και της διαμάχης, οι Ρωμαϊκές στρατιές εξακολουθούσαν να προελαύνουν και να εντείνουν την εκστρατεία τους. Τότε όμως έγινε σοβαρή αναταραχή μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι επαρχίες ξεσήκωσαν επανάσταση και ισχυρά στοιχεία συνωμοτούσαν εναντίον του Νέρωνα. Τελικά η Ρωμαϊκή Γερουσία εξέδωσε την απόφαση θανατώσεώς του. Ο Νέρων, για να μην αντιμετωπίσει εκτέλεση αυτοκτόνησε τον Ιούνιο του έτους 68.
Ο Βεσπασιανός ετοιμαζόταν να βαδίσει με τις δυνάμεις του εναντίον της Ιερουσαλήμ, οπότε του ανήγγειλαν την αυτοκτονία του Νέρωνα. Αυτό τον έκανε ν’ αναστείλει τα σχέδιά του, διότι επιθυμούσε να γνωρίσει την επιθυμία του νέου αυτοκράτορα. Τρεις αντίπαλοι αυτοκράτορες, ο Γάλβας, ο Όθων και ο Βιτέλιος, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον πολύ σύντομα. Ο Βεσπασιανός, καλεσμένος από τον στρατό του ν’ αναλάβει την αυτοκρατορία (το 69 μ.Χ.), εγκατέλειψε την προσωπική του διεύθυνση του πολέμου και προσηλώθηκε στην εξασφάλιση της θέσης του με σκοπό ν’ αποκτήσει τον θρόνο.
Στο μεταξύ η κατάσταση δεν βελτιωνόταν στην Ιερουσαλήμ. Σχετικά με τις ενέργειες των Ζηλωτών, ο Ιώσηπος γράφει:
«Το πάθος τους για λεηλασία ήταν ακόρεστο∙ λεηλατούσαν τα σπίτια των πλουσίων, σκότωναν άνδρες και βίαζαν γυναίκες για διασκέδαση και έπιναν με τα λάφυρά τους βουτηγμένα στο αίμα∙ από καθαρή πλήξη παραδίδονταν αναίσχυντα σε θηλυπρεπείς πράξεις με το να στολίζουν τα μαλλιά τους και να φορούν γυναικεία ρούχα, να αλείφονται με αρώματα και να βάφουν από κάτω τα μάτια τους για να γίνονται ελκυστικοί. Μιμήθηκαν όχι μόνον το ντύσιμο αλλά και τα πάθη των γυναικών, και με την πλήρη ρυπαρότητά των επινοούσαν παράνομες απολαύσεις∙ κυλιόντουσαν στο βόρβορο, μεταβάλλοντας ολόκληρη την πόλη σε πορνοστάσιο και μολύνοντάς την με βρωμερές πράξεις. Εν τούτοις, αν και είχαν πρόσωπα γυναικών, είχαν χέρια φονιάδων∙ πλησίαζαν με κουνιστά βήματα και κατόπιν απότομα γίνονταν πολεμιστές, έβγαζαν τα ξίφη τους κάτω από τους βαμμένους μανδύες τους και διαπερνούσαν κάθε διαβάτη με το ξίφος».
Όσο κακή και αν ήταν η κατάσταση, η διαφυγή από την Ιερουσαλήμ ήταν αδύνατη. Οι Ζηλωτές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τη λιποταξία στους Ρωμαίους. Οποιοσδήποτε έβγαινε από την πόλη κινδύνευε να σκοτωθεί από μια άλλη αντίπαλη φατρία που ήταν έξω από την πύλη της πόλεως.
Η δεύτερη πολιορκία
Υπό αυτές τις συνθήκες, το 70 μ.Χ. τα Ρωμαϊκά στρατεύματα επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, και ο στρατηγός Τίτος, ήρθε για να την κατακτήσει. Η πόλη πολιορκήθηκε για έξι μήνες (από Μάρτιο έως Σεπτέμβριο).
Η εσωτερική διαμάχη δεν έπαυσε ακόμη και όταν οι Ρωμαϊκές στρατιές, που ήταν τώρα κάτω από την ηγεσία του Τίτου, βρίσκονταν μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ τον καιρό του Πάσχα του έτους 70 μ.Χ. Η πόλη ήταν τότε κατάμεστη από εορτασμούς του Πάσχα. Την ημέρα του Πάσχα, 14 Νισάν, επιτράπηκε στους προσκυνητές η είσοδος στην περιοχή του ναού αλλά απροσδόκητα βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ενόπλους άνδρες μιας από τις ανταγωνιστικές φατρίες της πόλης. Αυτοί οι άνδρες μπήκαν απαρατήρητοι, διότι μπήκαν μεταμφιεσμένοι με κρυμμένα τα όπλα τους. Προσπάθησαν να επικρατήσουν στα ενδότερα του ναού και στις αποθήκες του. Επακολούθησε βία και αιματοχυσία. Το Ιερό τού Ναού μετά την επανάσταση, είχε βεβηλωθεί χειρότερα από ό,τι το είχαν βεβηλώσει οι εθνικοί. Ο Ιώσηπος προφανώς θεωρώντας τη βεβήλωση αυτή τού ναού από τους σικάριους τού Ελεάζαρου ως εκπλήρωση προφητείας τού Δανιήλ για "το βδέλυγμα στον άγιο τόπο" γράφει: «ά παραβάντες οι ζηλωταί, και την κατά της πατρίδος προφητείαν τέλους ηξίωσαν» (Ιουδ. πολ. IV, 6, 3).
Σύντομα οι Ρωμαϊκές πολιορκητικές μηχανές χτυπούσαν το εξωτερικό βόρειο τείχος του τριπλού οικοδομήματος της Ιερουσαλήμ. Την δέκατη πέμπτη μέρα της πολιορκίας αυτό το τείχος κυριεύθηκε από τους Ρωμαίους. Μετά από τέσσερις μέρες οι Ρωμαίοι κυρίευσαν το δεύτερο τείχος. Αλλά οι Ιουδαϊκές αντεπιθέσεις τα επανέκτησαν. Με μεγάλες απώλειες οι Ρωμαίοι, μέσα σε τέσσερις μέρες τελικά έδιωξαν τους Ιουδαίους από το δεύτερο τείχος και κατόπιν γκρέμισαν το βόρειο τμήμα από το ένα άκρο ως το άλλο. Απέμεινε τότε μόνο ένα τείχος.
Ο Τίτος προέτρεψε τους Ιουδαίους να παραδώσουν την πόλη και έτσι να σωθούν. «Έστειλε τον Ιώσηπο να τους μιλήσει στη δική τους γλώσσα επειδή φανταζόταν ότι μπορεί να υποχωρούσαν στην πειθώ ενός συμπατριώτη τους». Αλλά εκείνοι έβρισαν τον Ιώσηπο.
Αργότερα ο Τίτος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και πρότεινε την ανέγερση ενός τείχους γύρω από την πόλη. Επειδή οι Ιουδαίοι δεν θα ήταν δυνατόν μ’ αυτόν τον τρόπο να φύγουν, ο Τίτος πίστευε ότι αυτό θα πετύχαινε την παράδοσή τους ή θα διευκόλυνε την κατάληψη της πόλης λόγω της πείνας που θα επακολουθούσε. Το σχέδιό του έγινε δεκτό. Οι στρατιώτες οργανώθηκαν για να αναλάβουν το σχέδιο. Οι λεγεώνες και οι μικρότερες φάλαγγες του στρατού συναγωνίζονταν μεταξύ τους για να τελειώσουν το έργο. Ατομικά οι άνδρες υποκινούνταν από την επιθυμία να ευχαριστήσουν τους ανωτέρους τους. Η οχύρωση περισσοτέρων από τεσσεράμισυ μιλίων, τελείωσε σε τρεις μέρες μόνο. Έτσι εκπληρώθηκαν τα προφητικά λόγια του Ιησού που απευθύνθηκαν στην Ιερουσαλήμ: «ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, και εδαφιούσί σε και τα τέκνα σου εν σοί, και ουκ αφήσουσιν εν σοί λίθον επί λίθω, ανθ’ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου.» (Λουκ. 19/ιθ΄ 43, 44).
Καθώς κάθε ελπίδα διαφυγής είχε χαθεί και οι μετακινήσεις ήταν περιορισμένες, η πείνα «κατέστρεψε ολόκληρα σπιτικά και οικογένειες». Ο παρατεινόμενος πόλεμος αύξησε τον αριθμό των νεκρών. Οι συνθήκες πείνας στην Ιερουσαλήμ έγιναν τώρα χειρότερες. Ο Ιώσηπος γράφει: «Οι στέγες καλύφθηκαν από γυναίκες και βρέφη, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νεκρούς γέροντες. Νέοι και παιδιά εξαντλημένοι από την πείνα, γύριζαν τις πλατείες σαν φαντάσματα και έπεφταν αναίσθητοι λιποθυμώντας. Η ταφή των συγγενών τους υπερέβαινε τις δυνάμεις των ασθενών, και όσοι μπορούσαν να το κάμουν το απέφευγαν λόγω του μεγάλου αριθμού των νεκρών και της αβεβαιότητας για τη δική τους τύχη, επειδή πολλοί ενώ έθαβαν άλλους, έπεφταν οι ίδιοι νεκροί. Και πολλοί ξεκινούσαν για τους τάφους τους προτού έλθει η ώρα τους. Δεν άκουγε κανείς κλάμα ή θρήνο στην άθλια κατάσταση που ήταν». Επειδή δεν μπορούσαν να μαζέψουν χόρτα εξαιτίας του τείχους, «μερικοί ήταν σε τόσο δύσκολη θέση ώστε σκάλιζαν τους οχετούς και τους κοπρώνες και έτρωγαν τα σκουπίδια που έβρισκαν εκεί». Οι Ρωμαίοι πληροφορήθηκαν ότι στη διάρκεια της πολιορκίας τουλάχιστον 600.000 πτώματα είχαν ριχτεί έξω από τις πύλες της πόλεως.
Η καταστροφή τής πόλης
Οι Ρωμαίοι τελικά άρχισαν να χτυπούν την περιοχή του ναού. Αφού πυρπολήθηκε το ιερό, αποφάσισαν να πυρπολήσουν και ο,τιδήποτε άλλο. Στην τελευταία κιονοστοιχία που απέμεινε από το εξωτερικό του ναού είχαν καταφύγει περίπου 6.000 άτομα, πιστεύοντας σ’ ένα ψευδοπροφήτη που τους είχε πει να πάνε εκεί για να λάβουν σημεία της απελευθέρωσής τους. Εν τούτοις, οι στρατιώτες πυρπόλησαν αυτή την κιονοστοιχία από κάτω. Πολλοί Ιουδαίοι τότε πήδησαν έξω από τη φωτιά και σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι κάηκαν μέσα στις φλόγες.
Όταν τελείωσε η πολιορκία με την καταστροφή τής πόλης, στις 10 Αυγούστου τού 70 μ.Χ., ο απολογισμός των χαμένων ήταν τεράστιος. Ο Ιώσηπος λέει ότι 1.100.000 άνθρωποι πέθαναν, γιατί η Ιερουσαλήμ ήταν «γεμάτη από κατοίκους», πλήθη μεγάλα που είχαν έρθει «από όλη τη χώρα» στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα. (Ιώσηπος «Πόλεμοι των Ιουδαίων» VΙ, θ΄ 3,4). Οι περισσότεροι νεκροί πέθαναν από ασθένειες και πείνα. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν από την αρχή ως το τέλος του πολέμου ανέρχονταν σε 97.000 περίπου. Οι πιο υψηλοί και πιο κομψοί νέοι κρατήθηκαν για τη θριαμβευτική πομπή. Όσο για τους λοιπούς, πολλοί στάλθηκαν έξω για να εκτελούν καταναγκαστικά έργα στην Αίγυπτο ή στη Ρώμη∙ άλλους τους έφεραν στις Ρωμαϊκές επαρχίες για να εξολοθρευτούν στις παλαίστρες. Όσοι ήταν κάτω των δεκαεπτά ετών, πουλήθηκαν.
Εκπληρώνοντας εν αγνοία του την προφητεία τού Ιησού Χριστού, ο Τίτος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια, παρατηρώντας τα ογκώδη τείχη της και τους οχυρούς πύργους της, αναφώνησε: «Δεν ήταν άλλος από τον Θεό εκείνος που έδιωξε τους Ιουδαίους από αυτά τα οχυρώματα».
Ο Τίτος σε μνήμη τής επιτυχίας του, έφτιαξε στη Ρώμη την Αψίδα τού Θριάμβου, όπου απεικονίζονται τα σκεύη τού ναού που διαρπάχθηκαν, όπως η επτάφωτη λυχνία και η τράπεζα τών άρτων τής προθέσεως που φαίνονται καθαρότερα στην παρακάτω εικόνα τής Αψίδας τού Τίτου.
Η πολιορκία διήρκεσε λιγότερο από πέντε μήνες. Αλλά σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού, ήταν πραγματικά η μεγαλύτερη θλίψη που είχε έλθει ποτέ στην Ιερουσαλήμ. Η πόλη και ο ναός της κατεδαφίστηκαν. Μόνο τρεις πύργοι και ένα τμήμα του δυτικού τείχους της πόλης έμειναν όρθια. Ο Ιώσηπος λέει: "Όλες οι λοιπές οχυρώσεις που περιέβαλλαν την πόλη ισοπεδώθηκαν"
Ο Ιώσηπος μαρτυρεί, ότι όταν ο Τίτος κυρίευσε την Ιερουσαλήμ όρισε το έργο της καταστροφής και κατάλυσης να συντελεστεί ολοκληρωτικά από δέκα λεγεώνες. Και εκτελέστηκε αυτό σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς ο οποίος επισκέπτονταν την πόλη δεν θα πίστευε, ότι ο τόπος εκείνος είχε ποτέ κατοικηθεί (Ιουδ. πολ. VII 1, 1). Επί πλέον, γράφει ο Θεόφραστος, ότι: «ιστόρηται ότι ο Αίλιος Αδριανός κατέσκαψε την πόλιν και το ιερόν εκ βάθρων αυτών, ώστε και τούτο επ’ αυτού πληρωθήναι το μηδέ λίθον υπολειφθήναι επί λίθω».
Φαίνεται, μάλιστα, πως οι κάτοικοι υπέστησαν την εξορία…Άραγε, η εξορία του 70 μ.Χ. συνέβη πραγματικά ; Παραδόξως, αυτό το « θεμελιώδες γεγονός » στην ιστορία των Εβραίων, που αποτελεί την απαρχή της διασποράς, δεν αποτέλεσε αντικείμενο κανενός ερευνητικού έργου. Κι αυτό, για έναν πολύ πεζό λόγο : οι Ρωμαίοι κατακτητές δεν εξόρισαν ποτέ κανέναν λαό σε όλο το ανατολικό τμήμα της Μεσογείου. Με εξαίρεση τους αιχμαλώτους που έγιναν σκλάβοι, οι κάτοικοι της Ιουδαίας συνέχισαν να ζουν στη γη τους ακόμα και μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού.
Ενα τμήμα τους ασπάστηκε το χριστιανισμό τον 4ο αιώνα, ενώ η πλειονότητα ενώθηκε με το Ισλάμ μετά την κατάκτηση από τους Άραβες, τον 7ο αιώνα. Οι περισσότεροι διανοητές του σιωνισμού τα γνώριζαν όλα αυτά : έτσι, ο Γιτζάκ Μπεν Ζβι, πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ, όπως και ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, ιδρυτής του κράτους, τα έγραφαν αυτά ώς το 1929, τη χρονιά της μεγάλης εξέγερσης της Παλαιστίνης.
http://www.oodegr.com/oode/sygrafeis/iosipos1.htm
http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article162
http://www.oodegr.com/oode/istoria/israil1/70mx2.htm

ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ


Το 363μ.Χ ο Ελληνας αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ιουλιανός ο Φιλόσοφος πέφτει ηρωϊκά μαχόμενος στην πρώτη γραμμή του μετώπου αγωνιζόμενος εναντίον τών Περσών.Το θανάσιμο κτύπημα όμως δεν ήρθε από την πλευρά των Περσών αλλά πισώπλατα απο έναν χριστιανό προδότη της πατρίδας του ονόματι Μερκούριος.Το τίμημα της προδοσίας του δεν άργησε να αποδοθεί.Ονομάστηκε άγιος της Ορθόδοξης εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται μέχρι τις μέρες μας.Δολοφονώντας τον Ιουλιανό νόμιζαν ότι τέλειωναν οριστικά και με τους Ελληνες.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΟΥΣ ΛΑΘΟΣ.
Μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν παρά τους διωγμούς κατά των Ελλήνων απο τους Χριστιανούς τους ευτελισμούς τις ταπεινώσεις και τις κατά συρροή δολοφονίες των προγόνων μας
ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ.Χρόνο με τον χρόνο,αιώνα με τον αιώνα,γενιά με γενιά το μήνυμα της αντίστασης στον κατακτητή της πατρίδας μας Ιουδαιοχριστιανισμό πέρναγε μέσα αποτο προγονικό ΙΧΩΡ που ρέει στις φλέβες μας ζωογόνο σήμερα όσο ποτέ άλλοτε.
ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου δίνουν καθημερινά τον μεγάλο αγώνα για την αποκατάσταση των ιδεωδών των προγόνων μας και την αποσπίλωση του ονόματος τους.Τούς είπαν Ειδωλολάτρες,πόρνους,σατανιστέ ς και ότι άλλο μπόρεσε να γεννήσει η αρρωστημένη φαντασία και μυαλό τους.Δεν θα μπορούσαν, και ούτε μπορούν,να καταλάβουν ότι ήταν απλά
Ε Λ Λ Η Ν Ε Σ
http://www.youtube.com/user/ixor363

Επίσημες χριστιανικές ομολογίες των εγκλημάτων κατά του ελληνισμού!

Η πτώση της εθνικής θρησκείας στην Ελλάδα (Επίσημες ομολογίες των εγκλημάτων κατά του Ελληνισμού!)
Την εποχή κατά την οποία διεξαγόταν σφοδρός εσωτερικός αγώνας της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η πολυθεϊστική θρησκεία αργά αλλά σταθερά κατέρρεε στην Ελλάδα, στην κοιτίδα της. Είναι αληθές ότι μετά τον Μ. Κωνσταντίνο και τους υιούς του χριστιανούς αυτοκράτορες, από τους οποίους ο Κωνστάντιος (330-360) είχε σύζυγο την Ευσεβία από τη Θεσσαλονίκη, ο ανεψιός του Ιουλιανός, ο επικληθείς παραβάτης, αποπειράθηκε να απαγορεύσει τον Χριστιανισμό και να αναζωογονήσει την εθνική θρησκεία, θεωρώντας ασυμβίβαστο τον Ελληνισμό προς τον Χριστιανισμό. Οι τάσεις του προς την εθνική θρησκεία ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο στην Αθήνα, όπου διέτριψε για κάποιο χρόνο ως φοιτητής του Πανεπιστημίου, έχοντας μεταξύ των άλλων συμφοιτητές τους διαπρέψαντες στη συνέχεια στην Εκκλησία Βασίλειο από την Καισαρεία της Καππαδοκίας και Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Ο Ιουλιανός αντίθετα προς αυτούς απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο από τον Χριστιανισμό, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια και από τότε συνέλαβε το παράλογο σχέδιο να επαναφέρει στη ζωή την εθνική θρησκεία. Έτσι, μόλις κατέλαβε την αρχή (361), προέβη σε καταδιωκτικές πράξεις κατά του Χριστιανισμού και εμφανίσθηκε πρόμαχος της ελληνικής πολυθεΐας. Έκτος των άλλων θανατώθηκε από τους εθνικούς και ο Ρηγίνος επίσκοπος Σκοπέλου (Πεπαρήθου). Ο Ιουλιανός όμως φονεύθηκε σύντομα σε μάχη (363) και δεν κατόρθωσε να πράξει τίποτα, διότι η αρχαία θρησκεία δεν μπορούσε να αναβιώσει μετά την εμφάνιση της νέας και αληθινής θρησκείας. Αυτό υποδήλωνε και ο δοθείς, όπως λέγεται, στον αποστάτη χρησμός του μαντείου των Δελφών: «Είπατε τω Βασιλεί χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ». Την επαύριο του θανάτου του Ιουλιανού, ο χριστιανός Ιοβιανός, ο οποίος βασίλευσε μόνο για μερικούς μήνες (363-364), ανύψωσε και πάλι το χριστιανικό λάβαρο και ανεκάλεσε τα εκδοθέντα από τον Ιουλιανό κατά του Χριστιανισμού διατάγματα. Ο διάδοχος του Ουαλεντινιανός (364-376), στην προσπάθεια του να καταργήσει και τα Ελευσίνια μυστήρια αποτράπηκε από τον ανθύπατο της Ελλάδας Πραιτεξτάτο. Κατήργησε, μεταξύ άλλων, τον νόμο του Ιουλιανού, με τον οποίο απαγορευόταν στους χριστιανούς η ελληνική παιδεία, γεγονός που επέτρεψε την επάνοδο του χριστιανού σοφιστή Προαιρέσιου στη θέση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από την οποία είχε απομακρυνθεί. Ο συνάρχοντας του Ουαλεντινιανού στην Ανατολή Ουάλης (364-378), ήταν αρειανός στο φρόνημα και πολέμησε την ορθοδοξία, ήταν όμως αδιάφορος προς την εθνική θρησκεία και καταδίωξε μόνο τη μαγεία, ένεκα πολιτικών υποψιών. Τον Ουάλεντα διαδέχθηκε ο Γρατιανός (379-383), ο οποίος έκανε αργότερα ουνάρχοντά του στην Ανατολή τον Θεοδόσιο (375-395). Ο Γρατιανός αρνήθηκε να δεχθεί τα διακριτικά του άκρου αρχιερέως και έτσι διέκοψε την επίσημη σχέση του προς την εθνική θρησκεία. Πρεσβεία της Γερουσίας με επικεφαλής τον Σύμμαχο μετέβη στα Μεδιόλανα για να παρακαλέσει τον αυτοκράτορα υπέρ της ανακλήσεως αποφάσεων που καταργούσαν την επίσημη σχέση της ρωμαϊκής πολιτείας προς την εθνική θρησκεία. Ο Γρατιανός δεν τη δέχθηκε όμως. Πιο δραστήρια εργάσθηκε στην Ανατολή κατά του εθνισμού ο Θεοδόσιος, ο οποίος βαπτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον αρχιεπίσκοπο Αχόλιο. Με εισήγηση του Θεοδοσίου εκδόθηκε το 380, εξ ονόματος και των τριών συναρχόντων, ο πρώτος νόμος κατά του εθνισμού. Με άλλο νόμο (381) απηγόρευσε τη μαγεία, περιέστειλε τα δικαιώματα των εθνικών ιερέων και κατήργησε την προστασία της πολιτείας υπέρ της εθνικής θρησκείας στη Ρώμη (382). Τότε απομακρύνθηκε οριστικά από τη Γερουσία το άγαλμα της Νίκης, το οποίο είχε αναστηλώσει ο Ιουλιανός. Με διαταγή του Θεοδοσίου όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί των πόλεων και της υπαίθρου χώρας στην Αίγυπτο κλείσθηκαν ή καταστράφηκαν. Στην Κωνσταντινούπολη ο ναός του Ηλίου μεταποιήθηκε σε ξενώνα του ναού της του Θεού Σοφίας, εκείνος της Αρτέμιδος σε σκιραφείο (καφενείο, χαρτοπαικτική λέσχη), πολλοί άλλοι δε προορίσθηκαν για διαφορετικές χρήσεις. Σε πολλά σημεία όμως συνέβησαν καταστροφές των λαμπρών μνημείων της ελληνικής τέχνης, μάταια δε ο γηραιός Λιβάνιος με λόγο του «Υπέρ ιερών» ζητούσε από τον αυτοκράτορα την αναστολή της καταστροφής εκείνης. Στην Αλεξάνδρεια διαταγή του Θεοδοσίου να μεταποιηθεί ο ναός του Βάκχου σε χριστιανικό, προκάλεσε τη στάση του εθνικού όχλου. Ανάμεσα στους εκεί καταστραφέντες ναούς περιλαμβάνεται και το Σεράπειο. Στη Ρώμη, μετά τον θάνατο του Ουαλεντινιανού και την επικράτηση του σφετεριστή της εξουσίας Ευγενίου, αποκαταστάθηκε και πάλι το άγαλμα της Νίκης στη Γερουσία και ετελούντο ελεύθερα τα της εθνικής λατρείας. Ο Θεοδόσιος, όμως, ο οποίος υπερίσχυσε των συναρχόντων του και είχε ήδη γίνει μονοκράτορας, απαγόρευσε οριστικά με αυστηρότερους νόμους, που εκδόθηκαν στα Μεδιόλανα (391) και την Κωνσταντινούπολη (392), οποιαδήποτε θυσία και εθνική τελετή. Ευρισκόμενος στα Μεδιόλανα πληροφορήθηκε ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης στασίασε κατά τις εορτές στον ιππόδρομο και παρασυρθείς από οργή διέταξε τη γενική σφαγή των στασιαστών, εντολή που εκτελέσθηκε από το στράτευμα. Όταν όμως ο αυτοκράτορας θέλησε να μεταβεί στον ναό, ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος του απαγόρευσε την είσοδο και του επέβαλε βαρύ επιτίμιο μετανοίας, το οποίο ήρε μετά την πάροδο οκταμήνου όταν ο Θεοδόσιος επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια. Στην Ελλάδα, τα διατάγματα του Θεοδοσίου είχαν ως συνέπεια να κλείσουν πολλοί ναοί, να σβεσθούν τα τελευταία ίχνη των ονομαστών μαντείων και να περισταλεί η τέλεση των Ελευσίνιων μυστηρίων. Οι Ολυμπιακοί αγώνες τελέσθηκαν για τελευταία φορά το 395, όταν μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το άγαλμα του Δία, το οποίο είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Με άδεια του αυτοκράτορα οι Ολυμπιακοί αγώνες ετελούντο στην Αντιόχεια, όπου δεν εφαρμόζονταν με αυστηρότητα τα διατάγματα κατά της εθνικής θρησκείας. Εκεί δίδασκε ελεύθερα και ο Λιβάνιος, στηρίζοντας όσο μπορούσε τον καταρρέοντα εθνισμό. Η ελληνική γλώσσα, η οποία εχρησιμοποιείτο από όλους, ο ελληνικός πολιτισμός, οι κοινωνικές και οικογενειακές παραδόσεις, από τις οποίες δεν μπορούσαν να αποσπασθούν οι προσερχόμενοι στον Χριστιανισμό, τα ελευθέρως λειτουργούντα θέατρα, οι εορτές και τελετές των εθνικών, όλα αυτά συγκρατούσαν ακόμη την εθνική θρησκεία. Η είδηση του θανάτου του Θεοδοσίου ακούσθηκε με ανακούφιση από τους εθνικούς, διότι ήλπισαν ότι οι υιοί του Αρκάδιος (395-408) και Ονώριος (395-423) θα πολιτεύονταν επιεικέστερα έναντι του εθνισμού. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας αυτών όμως και το κράτος διαιρέθηκε και ο εθνισμός με τον αρχαίο πολιτισμό υπέστησαν ανεπανόρθωτες καταστροφές. Οι Γότθοι με ηγέτη τους τον Αλάριχο κατέστρεψαν τα μνημεία και κατερήμωσαν την Ελλάδα. Στις φλόγες παραδόθηκε από αυτούς ιδιαίτερα η Ελευσίνα, όπου φονεύθηκε ο τελευταίος των ιεροφαντών με όλο το ιερατείο. Από την πανωλεθρία εκείνη μόλις σώθηκε η πόλη των Αθηνών, η οποία διατήρησε για μερικά έτη ακόμη την ακμή της. Ο υιός και διάδοχος του Αρκαδίου Θεοδόσιος Β΄ (408-450) ευεργέτησε μεν την Ελλάδα και προσπάθησε παντοιοτρόπως να την ανακουφίσει από τα κακά που της επεσώρευσε η γοτθική επιδρομή, αλλά η κωδικοποίηση των νόμων που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (438), με την έκδοση του Θεοδοσιανού κώδικα, κατήργησε και τα τελευταία λείψανα του ελεύθερου πολιτειακού βίου στην Ελλάδα και αφαιρέθηκαν έτσι από την πόλη των Αθηνών τα ιδιαίτερα προνόμια της. Στο μεταξύ ο μεν φανατικός χριστιανικός όχλος της Αλεξανδρείας συνέλαβε κάποια ημέρα την περίφημη φιλόσοφο Υπατία και την φόνευσε με απάνθρωπο τρόπο (415), από δε τον αυτοκράτορα διατασσόταν (423-426) η πλήρης και τέλεια εφαρμογή των προηγούμενων νόμων και διαταγμάτων κατά της εθνικής θρησκείας, ταυτόχρονα όμως απαγορευόταν η καταστροφή των μνημείων τέχνης και των ναών, των οποίων επιτρεπόταν ο εξαγνισμός με την αναστήλωση σ' αυτούς σταυρών. Παρά τις επιφυλάξεις αυτές στην Ολυμπία πυρπολήθηκε ο σωζόμενος ακόμη τότε ναός του Ολυμπίου Διός, η Αθήνα δε στερήθηκε ωραιότατων μνημείων, διότι από τον ναό στον ?ρειο Πάγο αφαιρέθηκαν πολλοί κίονες για να κοσμήσουν τη χρυσή πύλη της Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης από τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη αποσπάσθηκε το αριστούργημα του Φειδία, το κολοσσιαίο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς. Η επιδειχθείσα μέριμνα για τη διάσωση των μνημείων και των ναών εξηγείται από την ένισχυθείσα κατά την εποχή εκείνη αγάπη και συμπάθεια προς το ελληνικό παρελθόν. Την τάση αυτή ενίσχυσε στην αυλή του Θεοδοσίου Β΄ η σύζυγος του Αθηναίς, εξόχως μορφωμένη Ελληνίδα, κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία βαπτίσθηκε (421) και μετονομάσθηκε Ευδοκία, κατά τη διάρκεια δε προσκυνηματικού ταξιδιού της στους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης (439) διήλθε της Αντιοχείας, όπου απήγγειλε λόγο ενώπιον της βουλής και του δήμου και είπε καυχώμενη για την ελληνική καταγωγή της προς τους ακροατές της, «υμετέρης γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι». Με τους λόγους αυτούς υπαινισσόταν τις αποικίες της Ελλάδας στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της Συρίας 9. Μετά την επιστροφή της όμως από την Παλαιστίνη η Ευδοκία ήλθε σε ρήξη προς τη ζηλώτρια αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ Πουλχερία, η οποία απομάκρυνε από την Αυλή τους πεπαιδευμένους Έλληνες, εκ των οποίων ο αρχιγραμματέας Παυλίνος αποκεφαλίσθηκε στην Καππαδοκία, ο δε Κύρος αναγκάσθηκε να γίνει επίσκοπος της οτασιάζουσας τότε Σμύρνης. Η Ευδοκία, εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ, την οποία και κόσμησε με πολλά μνημεία και ναούς (?460). Η Ευδοκία υπήρξε αντιπρόσωπος του συνδυασμού του αρχαίου Ελληνισμού, όχι ως θρησκεύματος, άλλ’ ως πολιτισμού, με τον Χριστιανισμό. Ο συνδυασμός αυτός και η αφομοίωση του αρχαίου βίου προς τις αρχές του Χριστιανισμού εσυντελείτο με επιμονή. Τα αρχαία ήθη και έθιμα διετηρούντο στην ελληνική χριστιανική κοινωνία’ τελετές, εορτές και παραστάσεις εσυγκρατούντο αδιάσπαστα, διασωζόμενες σ? αυτήν, όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Οι αρχαίοι ναοί αφιερώνονταν στη χριστιανική λατρεία. Ο ναός του Παρθενώνα στην Ακρόπολη των Αθηνών μεταβλήθηκε σε ναό της Παρθένου Μαρίας και έγινε ο πρώτος καθεδρικός ναός των χριστιανικών Αθηνών. Ομοίως, το Ερεχθείο μεταβλήθηκε σε ναό της Θεοτόκου, ο ναός της Απτέρου Νίκης έγινε χριστιανικός ναός, το Θησείο ή Ηφαίστειο, μάλλον ακριβέστερα, μεταβλήθηκε σε ναό του αγίου Γεωργίου, οι ναοί του Ηλίου στις κορυφές των ορέων σε ναούς του προφήτη Ηλιού, οι του Ποσειδώνα σε ναούς του αγίου Νικολάου και οι του Διονύσου σε ναούς του αγίου Διονυσίο τέλος, το Πάνθεον της Ρώμης σε ναό των Αγίων Πάντων. Έτσι αναστελλόταν η καταστροφή των μνημείων. Καιτοι δε κατά τον Ε' αιώνα ο αυτοκράτορας Λέων Α΄ ανανέωσε τους αυστηρούς νόμους του Θεοδοσίου Α΄ κατά του εθνισμού, αναγκάσθηκαν μάλιστα τότε πολλοί να δεχθούν τον Χριστιανισμό ενώ παρέμεναν εθνικοί, εν τούτοις η καταρρέουσα εθνική θρησκεία διετηρείτο ακόμη σε κάποια μέρη δια της ελληνικής παιδείας. Κέντρο αυτής ήταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο είχε ως περιφημότερους καθηγητές τον Πρίσκο και τον Αθηναίο Πλούταρχο, υιό πιθανώς του τελευταίου αρχιερέα των Ελευσίνιων μυστηρίων, μεταξύ δε πολλών άλλων και τον Σύριο Πρόκλο, αδιάλλακτο πολέμιο του Χριστιανισμού. Ο Πρόκλος ανέλαβε να αναδιοργανώσει εκλεκτικά το εθνικό θρήσκευμα, διατελώντας, όπως πίστευε, υπό την άμεση χειραγωγία της Αθηνάς, αλλά δεν μπόρεσε να κατορθώσει κάτι τέτοιο, οι δε διάδοχοι του εξακολουθούντες να τηρούν την ίδια εχθρική στάση προς τον Χριστιανισμό προκάλεσαν την προσοχή της χριστιανικής πολιτείας. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄, ο οποίος απαγόρευσε την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων στην Αντιόχεια (528), με την έκδοση του περίφημου Ιουστινιάνειου κώδικα (529) ώρισε ότι η νομική επιστήμη θα διδασκόταν πλέον μόνο στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη και τη Βηρυτό, όχι δε και στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Επειδή μάλιστα ανακαλύφθηκαν στην Κωνσταντινούπολη πολλοί οπαδοί της εθνικής θρησκείας, η οποία υποστηριζόταν από τους εθνικούς καθηγητές, ο Ιουστινιανός ανανέωσε τις προγενέστερες διατάξεις κατά του εθνισμού και απαγόρευσε τις θυσίες. Επίσης απαγόρευσε τη διδασκαλία στους «νοσούντας την ελληνικήν μανίαν», ήτοι στους εθνικούς καθηγητές και περιέλαβε στο δημόσιο ταμείο την περιουσία του πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου η περαιτέρω λειτουργία κατέστη αδύνατη, πολύ περισσότερο δε όταν δεν βρέθηκαν χριστιανοί καθηγητές. Οι εθνικοί καθηγητές με επικεφαλής τον σχολάρχη τους Δαμάσκιο, αποφάσισαν να μετοικήσουν στην Περσία, όπου πράγματι μετέβησαν και έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί. Αλλά απογοητεύθηκαν γρήγορα και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Λείψανα της εθνικής θρησκείας εναπέμειναν στη Μάνη, τα οποία κατά τους Θ΄ και Ι΄ αιώνες εξαφανίσθηκαν με την τέλεια επικράτηση του Χριστιανισμού. Η θεωρία του Φαλλμεράϋερ, κατά την οποία επί Ιουστινιανού Β΄ του ρινότμητου (685-695, 705-711) ανακλήθηκαν από τον Λίβανο Μαρδαΐτες και κατοίκησαν στη Μάνη, αποδείχθηκε παντελώς ασύστατη. Είναι δε μόνο αληθές ότι κατά τον εποικισμό των Σλαύων στην Πελοπόννησο στο βορειοδυτικό τμήμα της εγκαταστάθηκαν μερικοί Σλαύοι Μελιγγοί και Εζερίτες, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τους Έλληνες κατοίκους της χώρας, απογόνους των αρχαίων Ελευθερολακώνων. Επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα (867-886) το 875 το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Κάστρου της Μαΐνης, όπως ονομαζόταν τότε η Μάνη, προσήλθαν στον Χριστιανισμό. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» σύγγραμμά του σημείωσε περί των κατοίκων της Μαΐνης τα ακόλουθα «μέχρι νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας». Κατά τον Ι΄ αιώνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εργάσθηκε μεταξύ αυτών ο άγιος Νίκων ο «Μετανοείτε». 9. Ευάγριος, Έκκλησ. Ιστορία, 1,20. Πρβλ. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία, Β΄ 2, σ. 242. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, Εκκλησ. Ιστορία, 14, 50, σημείωσε εσφαλμένα ότι τα ανωτέρω ελέχθησαν από την Ευδοκία προς κατοίκους των Ιεροσολύμων.http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_1934.asp&main=1934&file=4.1.6.htm